επαρωγός

επαρωγός
ἐπαρωγός, -όν (Α)
βοηθός, επίκουρος («οὐ γὰρ ἐγὼν ἐπαρωγὸς ὑπ' αὐγάς ήελίοιο», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρωγός «βοηθός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπαρωγός — helper masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαρωγοί — ἐπαρωγός helper masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαρωγούς — ἐπαρωγός helper masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαρωγέ — ἐπαρωγός helper masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαρωγόν — ἐπαρωγός helper masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PAN — quem pastorum, venatorumque Deum, et universae vitae rusticanae praesidem crediderung antiqui, cuius fil. fuerit, non satis constat. Homer. in Hymnis, Mercurii filium facit: Ε῾ρμείαο φίλον γόνον ἔννεπε Μοῦσα, Αἰτοπόδην, δικέρωτα, φιλόκροτον.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αρήγω — ἀρήγω (Α) 1. βοηθώ, συντρέχω κάποιον 2. βοηθώ κάποιον σε πόλεμο 3. συντελώ στη θεραπεία ασθένειας κάποιου 4. εμποδίζω, προλαβαίνω κάτι 5. γλυτώνω, κάποιον από κίνδυνο 6. απρόσ. ἀρήγει είναι καλό, πρέπει, αρμόζει. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”